Saturday, 23 December 2006

27-11-2003


27-11-2003

Δεν μπορώ αυτούς που παραμιλάνε
ούτε αυτούς που στα χέρια μου πετάνε
ένα κομμάτι απ’ την ψυχή τους,
την ψυχή τους την ξεφλουδισμένη,
κι έτσι για πάντα πια να μένει
ένα μέρος του εαυτού τους,
του εαυτού τους που δεν αντέχει,
κι ας έχουν περάσει σοφά σαράντα έτη
από τότε που μου μοιάζαν και μένα λίγο,
τόσο λίγο που κανείς δε φταίει,
μα ποιος δε τα συγχέει;
Αν έχει ζήσει σαράντα χρόνια έτσι
δε μπορεί παρά να θέλει να ξεκλέψει
μια στάλα ζωής δικής μου
μια στιγμή απ’ την πνοή μου,
την πνοή μου που μόνο εσάς τους δύο έχει
ν’ αγαπάει και να προσέχει.

2 comments:

nakupenda said...

27-11-2003

Αυτό είναι ένα ποίημα για τους γονείς μου. Ώρες-ώρες νιώθω πως και να μην τους ξαναδώ ποτέ δε θα μου λείψουν, άλλες φορές πάλι θέλω το καλύτερο γι’ αυτούς. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές ‘παραμιλάνε’, και με το ‘μου πετάνε ένα κομμάτι απ’ την ψυχή τους’ εννοούσα ότι με αηδιαστικό τρόπο προσπαθούσαν να μου επιβληθούν. Με τα υπόλοιπα προσπάθησα να δικαιολογήσω κάπως την «αγκιστρωτική» συμπεριφορά τους και να τους καταλάβω, γιατί είναι λογικό άνθρωποι μεγάλοι και αποκομμένοι από την πραγματικότητα να θέλουν από κάπου να πιαστούν. Και οι συγκεκριμένοι είχαν μόνο εμένα να πιαστούν. Προσπάθησα, και ακόμα αυτό κάνω, να τους βοηθήσω να απογαλακτιστούν από μένα (ενώ θα έπρεπε να ‘χε γίνει το αντίθετο…) και να εκτιμήσουν περισσότερο τη ζωή τους γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που την κάνω εγώ.

Anonymous said...

Το τελευταίο δίστιχο συμπυκνώνει απόλυτα αυτήν τη μυστήρια αμφίδρομη σχέση που έχουμε με τους γεννήτορές μας. Ωραία η αντίθεση με όλο το υπόλοιπο ποίημα :).